- επιωγή
- ἐπιωγή, ἡ (Α)όρμος, τόπος για αγκυροβόληση και προφύλαξη τών πλοίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < επι -άγνυμι*, στην εκτεταμένη ετεροιωμένη (ωγ-) μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας του].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιωγή — ἰωγή, ἡ (Α) σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ ἰωγῆ» κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *FıFωγ ή, από την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ( Fωγ ) τού ρ. ἄγνυ μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (Fı ). Είναι… … Dictionary of Greek